Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αβαλσάμωτος, -η, -ο


Ερμηνεία:

Ο μη βαλσαμωμένος, ο αταρίχευτος.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

2015 Young Investigator Award Winner: Cervical Nerve Root Displacement and Strain During Upper Limb Neural Tension Testing: Part 1: A Minimally Invasive Assessment in Unembalmed Cadavers.Lohman CM, Gilbert KK, Sobczak S, Brismée JM, James CR, Day M, Smith MP, Taylor L, Dugailly PM, Pendergrass T, Sizer PJ.Spine (Phila Pa 1976). 2015 Jun 1;40(11):793-800. doi: 10.1097/BRS.0000000000000686.



Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ανατομική: